ακανθόκερας

ακανθόκερας
(acanthocerαs). Γένος αμμωνιτών της οικογένειας κοσμοκερατίδες. Μοιάζει με σαλιγκάρι και έχει ραβδώσεις από το κέντρο προς τα έξω με τη μορφή εξόγκωσης του κελύφους. Απολιθώματα βρέθηκαν στο κρητιδικό σύστημα του μεσοζωικού αιώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • κενομάνια βαθμίδα — Βαθμίδα της ανώτερης κρητιδικής ή νεοκρητιδικής υποδιάπλασης, μεταξύ αλβίου και τουρωνίου βαθμίδας. Τα πετρώματά της περιέχουν ορισμένα απολιθωμένα γένη αμμωνικών (σλενπαχία, ακανθόκερας) και στρώματά της βρέθηκαν στην Ελλάδα, στην Εύβοια, στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”